- χαλίκρητος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) (για οίνο) άκρατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις «άκρατος οίνος» + -κρητος / -κρᾶτος (< θ. κρᾱ- τού κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. εὔ-κρατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλίκρητος — unmixed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίκρητον — χαλίκρητος unmixed masc/fem acc sg χαλίκρητος unmixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλικρήτῳ — χαλίκρητος unmixed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίκρητοι — χαλίκρητος unmixed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίκραιος — αία, ον, Α χαλίκρητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλικρᾶ τού χαλίκρητος «αναμεμιγμένος με κρασί» + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek